- πτιλωτός
- -ή, -ό / πτιλωτός, -ή, -όν, ΝΑαυτός που έχει ή είναι παραγεμισμένος με πτίλα, πουπουλένιοςαρχ.1. (για φιάλη) αυτός που είναι στολισμένος με σχήματα φτερών2. φρ. «πτιλωτὰ ἔντομα» — τα έντομα που έχουν μεμβρανώδεις πτέρυγες, τα υμενόπτερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. πτερ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.