πτιλωτός

πτιλωτός
-ή, -ό / πτιλωτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που έχει ή είναι παραγεμισμένος με πτίλα, πουπουλένιος
αρχ.
1. (για φιάλη) αυτός που είναι στολισμένος με σχήματα φτερών
2. φρ. «πτιλωτὰ ἔντομα» — τα έντομα που έχουν μεμβρανώδεις πτέρυγες, τα υμενόπτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. πτερ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτιλωτός — ή, ό αυτός που έχει πούπουλα ή είναι γεμισμένος με πούπουλα, αλλ. πουπουλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτιλωτά — πτιλωτός winged neut nom/voc/acc pl πτιλωτά̱ , πτιλωτός winged fem nom/voc/acc dual πτιλωτά̱ , πτιλωτός winged fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτιλώδης — ες, Ν αυτός που μοιάζει με πτίλο ή ο πτιλωτός, ο πουπουλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλο(ν) «πούπουλο». Η λ., στο ουδ. πτιλῶδες, μαρτυρείται από το 1860 στο Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”